- ἐναγώνιος
- ἐναγώνιοςofmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εναγώνιος — α, ο (AM ἐναγώνιος, ον) αυτός που γίνεται με αγώνα ή αγωνία, αγωνιώδης, γεμάτος αγωνία («πάντα τον βίον ἐναγώνιον ἡμῑν εἶναι δεῑ καὶ ἐπίπονον», Ιω. Χρυσόστ.) αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε αγώνα, συμμετέχει σε αγώνα ή είναι κατάλληλος… … Dictionary of Greek
εναγώνιος — α, ο επίρρ. α που γίνεται με αγωνία, αγωνιώδης: Εναγώνιες επικλήσεις για βοήθεια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐναγωνιώτερον — ἐναγώνιος of masc acc comp sg ἐναγώνιος of neut nom/voc/acc comp sg ἐναγώνιος of adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναγωνίως — ἐναγώνιος of adverbial ἐναγώνιος of masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναγώνιον — ἐναγώνιος of masc/fem acc sg ἐναγώνιος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναγωνιωτέροις — ἐναγώνιος of masc/neut dat comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναγωνιώτερος — ἐναγώνιος of masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναγωνίοις — ἐναγώνιος of masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναγωνίου — ἐναγώνιος of masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναγωνίους — ἐναγώνιος of masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)